- αποχρηματος
- ἀποχρήματοςἀπο-χρήματος2разорительный, делающий нищим
(ζημίαι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ζημίαι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποχρήματος — ἀποχρήματος, ον (Α) φρ. «ἀποχρήματος ζημία» αποστέρηση των δικαιωμάτων πάνω στην πατρική περιουσία … Dictionary of Greek
ἀποχρημάτοισι — ἀποχρήματος of my inheritance masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)